μαλαματένιος — α, ο, θηλ. και η (Μ μαλαματένιος και μαλαγματένιος, α, ον, θηλ. και η) 1. κατασκευασμένος από χρυσό ή από άλλο πολύτιμο μέταλλο 2. (ως προσφώνηση) αγαπητός, ακριβός νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πολύ καλός («μαλαματένια… … Dictionary of Greek
Викентий (Маламатениос) — Монах Викентий Kαλόγερος Βικέντιος Епископ Апамейский, викарий Тианской митрополии 11 апреля 1998 27 марта 2012 … Википедия
ασημένιος — ια, ιο 1. ο κατασκευασμένος από ασήμι 2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
μαλαγματένιος — μαλαγματένιος, α, ον (Μ) βλ. μαλαματένιος … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Βικέντιος — (Βασίλειος Μαλαματένιος, Αθήνα 1954 –). Επίσκοπος Απαμείας. Σπούδασε στην Πατριαρχική Σχολή Ιεροσολύμων και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ. Το 1972 εκάρη μοναχός στην Ι. Μονή Οσίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στη Νέα Υόρκη. Το 1997, αφού εγκατέλειψε τη… … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)